- σπῶμαι
- ἕπομαιaor subj mp 1st sgσπάωdrawnthroughpres subj mp 1st sg (attic epic ionic)σπάωdrawnthroughpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλυσπώμαι — ἰλυσπῶμαι, άομαι (Α) έρπω (σαν σκουλήκι ή σαν φίδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < εἰλυσπῶμαι, με ιωτακισμό το ρ. εἰλυσπῶμαι αποτελεί συνδετικό εκφραστικό σύνθ. από εἰλύομαι και σπῶμαι «κουλουριάζομαι σαν σκουλήκι ή σαν ερπετό»] … Dictionary of Greek